καραμπίνα — (carabina). Κοντό και ελαφρύ φορητό όπλο, που εφευρέθηκε περίπου στα τέλη του 15ου αι. Ο σωλήνας της μπορεί να φέρει εσωτερικές ραβδώσεις, οπότε εκσφενδονίζει μόνο ένα βλήμα, ή να είναι λείος (κυνηγετική κ.), οπότε εκτοξεύει μικρές σφαίρες. Τον… … Dictionary of Greek
καραβίνα — η η καραμπίνα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καραμπίνα, καθ υπεραστισμό (hyperurbanismus), πρβλ. μοδέρνος < μοντέρνος] … Dictionary of Greek
καραμπίνι — το (στη Μάνη) η καραμπίνα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καραμπίνα* με μεταβολή γένους] … Dictionary of Greek
καραμπινιέρος — ο 1. στρατιώτης οπλισμένος με καραμπίνα 2. ιππέας που ανήκει στο βαρύ ιππικό, καραμπινοφόρος 3. οπλίτης τού σώματος τής ιταλικής χωροφυλακής, Ιταλός χωροφύλακας 4. οπλίτης τού σώματος τής ισπανικής τελωνοφυλακής, τελωνοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Κρόκετ, Ντέιβι — (Davy Crockett, Γκριν Κάουντι, Τενεσί 1786 – Άλαμο 1836). Αμερικανός πιονέρος και πολιτικός. Υπήρξε ένας από τους αντιπροσωπευτικότερους τύπους των ανθρώπων της μεθορίου (frontier), οι οποίοι, προικισμένοι με μεγάλο θάρρος και αδάμαστη επιμονή,… … Dictionary of Greek
ρέιτερς — Είδος ιππικού που εμφανίστηκε στους μισθοφορικούς στρατούς της Δυτ. Ευρώπης τον 16o αι., παράλληλα με τους θωρακοφόρους και τους δραγώνους, και αντικατέστησε το βαρύ ιππικό των ιπποτών. Η λέξη προέρχεται από τη γερμανική λέξη reiter που σημαίνει… … Dictionary of Greek
Χέμινγκουέι, Έρνεστ Μίλερ — (Hemingway, Oκ Παρκ, Ιλινόις, 1899 – Σαν Βάλι, Άινταχο 1961). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος γιατρού με πνευματικά ενδιαφέροντα και με αγάπη προς τη φύση, πέρασε τα παιδικά και τα νεανικά του χρόνια στα περίχωρα του Σικάγου, με αλησμόνητες… … Dictionary of Greek
καραμπινιέρος — ο 1. στρατιώτης οπλισμένος με καραμπίνα: Εκτός από ένα κανόνι που είχαμε, όλοι οι άλλοι ήμασταν καραμπινιέροι. 2. αυτός που ανήκει στο σώμα της ιταλικής αστυνομίας: Τον συνέλαβαν στην Πίζα οι καραμπινιέροι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)